- μούχλα
- Κοινή ονομασία πολλών κατώτερων φυτικών οργανισμών· γενικά πρόκειται για μικροσκοπικούς μύκητες που σχηματίζουν - πάνω στις πιο διαφορετικές ουσίες (φρούτα, ψωμί, μαρμελάδες, χόρτα κλπ.) - αποικίες, άλλοτε με μορφή βελούδινη και άλλοτε με ποικίλα χρώματα και όψεις, ανάλογα με το είδος. Από τις μ. μπορούν να αναφερθούν: ο πολύ κοινός μούκορ ο ευρώς που αναπτύσσεται πολύ συχνά πάνω στο υγρό ψωμί, η κυανή μ. (penicillium italicum), η γκρίζα μ. (penicillium digitatum), που προσβάλλουν τα εσπεριδοειδή, και η πράσινη μ. (penicillium glaucum) των φρούτων.
Μ. λέγονται επίσης αυτές που σχηματίζονται πάνω στα στεκούμενα ή αργοκινούμενα νερά και μοιάζουν με πράσινο βλεννώδη αφρό, καθώς και εκείνες που σχηματίζονται στα θερμά νερά. Στις περιπτώσεις αυτές όμως πρόκειται για κυανοφύκη.
Καλλιέργεια μούχλας στο εργαστήριο.
Η μούχλα heterocephalum aurantiacum, όπως φαίνεται σε μικροσκόπιο.
* * *η1. (μυκητ.) η ορατή μάζα μυκηλίου και καρποφόρων που παράγεται από διάφορους μύκητες, μικρού μεγέθους, τών τάξεων μουκορώδη, υφομυκητώδη, ευρωτιώδη, και η οποία συχνά μοιάζει με μια βελούδινη επικάλυψη τής επιφάνειας τού ξενιστή, αναπτύσσεται δε συνήθως σε νεκρές ή αποσυντεθειμένες φυτικές ή ζωικές ουσίες, όπως είναι οι τροφές2. είδος μικρών μυκήτων που προκαλούν τη μούχλα3. μτφ. α) πνευματική ή σωματική νωθρότητα, διανοητική καθυστέρηση, απαρχαιωμένη αντίληψη για τη ζωή και τα πράγματαβ) κατάσταση αχρηστίας, αδράνειας ή στασιμότηταςγ) ηθική κατάπτωση, ηθική αποσύνθεση («υπάρχει πολλή μούχλα στην κοινωνία μας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. (ἀ)μούχλα < ὀμίχλα < ὀμίχλη].
Dictionary of Greek. 2013.